Κυριακή 31 Μαρτίου 2013



Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια - Μυθιστόρημα Γ' - Γ. Σεφέρης  





Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα
χέρια
που εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω
πού να 
τ' ακουμπήσω.
Έπεφτε το όνειρο καθώς έβγαινα από το όνειρο
έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα είναι πολύ
δύσκολο να 
ξαναχωρίσει

Κοιτάζω τα μάτια. Μήτε ανοιχτά μήτε κλειστά
μιλώ στο στόμα που όλο γυρεύει να μιλήσει
κρατώ τα μάγουλα που ξεπέρασαν το δέρμα
Δεν έχω άλλη δύναμη

τα χέρια μου χάνουνται και με πλησιάζουν
ακρωτηριασμένα.


Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική - Άξιον Εστί - Ο. Ελύτης  


Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου... 

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου...

Εκεί σπάροι και πέρκες
ανεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια
όσα είδα στα σπλάχνα μου ν' ανάβουνε
σφουγγάρια, μέδουσες

με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων

όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα μαύρα ρίγη

Εκεί ρόδια, κυδώνια
θεοί μελαχροινοί, θείοι και εξάδελφοι
το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπια.
Και πνοές από τη ρεμματιά ευωδιάζοντας
λυγαριά και σχίνο

σπάρτο και πιπερόριζα

με τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων

ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα- πρώτα Δόξα Σοι...

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα- πρώτα Δόξα Σοι!...



  


Κυριακή 10 Μαρτίου 2013



Η θεά τύχη - Χάρης Σακελλαρίου  

Ένα αγόρι είχε ένα πρόβλημα. Κοντά στη γειτονιά ζούσε ο μπαρμπα - Λιάκος που είχε μια σκύλα. Αυτή η σκύλα ήταν πολύ άγρια με το παιδί. Κάθε φορά που το έβλεπε ορμούσε πάνω του. Μια μέρα το αγόρι αποφάσισε να βάλει τέλος σ' αυτή την ιστορία. Έτσι λοιπόν όταν πήγε στο σπίτι του μπαρμπα - Λιάκου η σκύλα πήγε να του ορμήξει αλλά δεν πρόλαβε. Ο μικρός άρπαξε έναν τενεκέ που ήταν πεταμένος δίπλα του και τον πέταξε στην σκύλα.Ο τενεκές όμως γαντζώθηκε στην ουρά της. Το αγόρι αποφάσισε να την βοηθήσει. Από τότε η σκύλα χαίρονταν κάθε φορά που έβλεπε το αγόρι κι εκείνο δε φοβόταν πια. Βάσω Στ2




Τα δάκρυα της Περσεφόνης - Λίτσα Ψαραύτη  

Ο Παντελής και η Αγγέλα, δυο παιδιά βρίσκουν ένα άγαλμα. Βρίσκουν το άγαλμα της Περσεφόνης. Την κρύβουν στην αποθήκη και ο Παντελής την ερωτεύεται. Η Αγγέλα επιμένει να επιστρέψουν το άγαλμα. Μετά από καιρό ο Παντελής λυγίζει και κάνει πίσω. Δένουν το άγαλμα και το σύρουν στο χωράφι που το είχαν βρει. Αφού έσμιξε η κόρη με τη Μάνα της, τα χωράφια γεμίζουν με κόκκινα τριφύλλια, γεμίζουν με τα "δάκρυα της Περσεφόνης".  Παντελής Στ2 


 Ένας άλυτος γρίφος - Ένιντ Μπλάυτον  

Μια μέρα οι μυστικοί εφτά, ο Πέτρος, η Τζένη, η Παυλίνα, η Μπάρμπαρα, ο Τζόυς, ο Νικόλας, ο Γιώργος και ο σκύλος τους ο Σκάμπερ είχαν πάει στο πανηγύρι του Χίλλυ Ντάουν. Στο πανηγύρι μια τσιγγάνα ονομαζόμενη Μπόλαν, τους έδωσε δωρεάν καλαμπόκια γιατί τα παιδιά είχαν ξοδέψει όλο τους το χαρτζιλίκι. Ξαφνικά ξέσπασαν φλόγες στο σπίτι της κυρίας Μπόλαν. Τα παιδιά σκέφτηκαν να της δώσουν ένα παλιό τροχόσπιτο κι έτσι έκαναν. Η κυρία Μπόλαν, τα παιδιά της και ο σύζυγός της ζούσαν ωραία εκεί. Μετά από μερικές μέρες έγινε ληστεία σ' ένα παλαιοπωλείο. Κάποιος είχε κλέψει ένα πολύτιμο παλιό βιολί αξίας πολλών εκατομυρρίων. Τα παιδιά προσπαθούσαν να λύσουν το μυστήριο ώσπου μια μέρα ακούστηκε πάνω σ' ένα λόφο ο λυπητερός ήχος από ένα βιολί. Τα παιδιά χωρίς δεύτερη σκέψη πήγαν το επόμενο πρωί στο τροχόσπιτο της κυρίας Μπόλαν, γνωρίζοντας ότι η οικογένεια απουσίαζε. Θυμήθηκαν ότι στο παιδί της κυρίας Μπόλαν άρεσε πολύ η μουσική και ότι η κιθάρα που είχε κάηκε στη πυρκαγιά. Τα παιδιά βρήκαν το βιολί και το παρέδωσαν στην αστυνομία. 
Φαίη Στ2




Το ερωτευμένο σύννεφο - Παραμύθι στο γιο μου - Ναζίμ Χικμέτ  

Ήταν κάποτε σε μια χώρα ένας σοφός γέρος. Στην μεγάλη πλατεία της πρωτεύουσας είχαν στήσει ένα άγαλμα. Τα μάτια του ήταν φτιαγμένα από πολύτιμες πέτρες, τα μαλλιά του ήταν από ασήμι και το σώμα του από καθαρό χρυσάφι.Ο μόνος που δεν πίστευε σ' αυτό το άγαλμα ήταν ο σοφός γέρος. Κάποια μέρα δεν άντεξε. Πήγε στην πλατεία κι άρχισε να φωνάζει.
"Γιατί λατρεύετε αυτό το είδωλο; Με τα ίδια σας τα χέρια το στήσατε εδώ. Είναι δημιούργημα της φαντασίας σας αυτό που φτιάξατε με τα χέρια σας. Και νομίζετε ότι αυτό το είδωλο σας έδωσε τα χέρια. Γκρεμίστε αυτό το άγαλμα, συμπολίτες μου!..."
Ο κόσμος θύμωσε με τα λόγια του και άρχισε να τον πετροβολάει. Τα λευκά του γένια βάφτηκαν κόκκινα από το αίμα. Εκείνος όμως συνέχισε να φωνάζει. Όσο τον πετροβολούσαν ο σοφός ξανάνιωσε. Κι ενώ εκείνος έγινε νέος, αυτοί που τον πετροβολούσαν έγιναν γέροι και καμπούριασαν. Ο γέρος σηκώθηκε όρθιος και με τη γροθιά του γκρέμισε το άγαλμα. 
 Έτσι και εσύ παιδί μου να λες ελεύθερα τη γνώμη σου ακόμη κι αν οι άλλοι σε πετροβολούν. Μόνο έτσι θα παραμείνεις πάντα νέος. Λευκοθέα. Στ2


Το μικρό όχι - Ράινχαρτ Γιούνγκ  

Ήταν κάποτε ένα αρκουδάκι το οποίο το έλεγαν το μικρό όχι, γιατί ό,τι και να του έλεγαν , εκείνο έλεγε όχι. Το μικρό όχι το φρόντιζε μια νταντά, που την έλεγαν Νάνη Νανά. 
Μια μέρα το μικρό όχι ρώτησε τη Νάνη Νανά. -Να σε ρωτήσω κάτι;
-Ναι, ό,τι θες. 
- Τι ήμουν πριν γεννηθώ;
- Μήπως ήσουν ένα αυγουλάκι; 
- Όχι. 
Η Νάνη Νανά προσπαθούσε να βρει μια άκρη, αλλά το μικρό όχι επέμενε να λέει όχι. Κάποια στιγμή το μικρό όχι κουράστηκε και έκλεισε τα μάτια του. Τότε η Νάνη Νανά το ρώτησε:
-Μικρό όχι κοιμάσαι;
- Ναι! είπε επιτέλους το μικρό όχι.  
Λευκοθέα Στ2



Μια φορά μια φωλιά - Κατερίνα Αναγνώστου  

Μια πρωτομαγιά δυο ερωτευμένα χελιδόνια παντρεύτηκαν. Την άλλη μέρα κιόλας, ψάχνουν μια φωλιά για να γεννήσουν τ' αβγά τους. Διαλέγουν το ανατολικό παράθυρο ενός σπιτιού για να ζήσουν. Όμως το γεράκι που εξουσιάζει την περιοχή τους ζητά να πληρώσουν σε σταγόνες ιδρώτα και τους οδηγεί στο υπόγειο του σπιτιού. Με τη σειρά τους ο βάτραχος, το μεγάλο φίδι και οι κίσσες ζητάνε την αμοιβή τους. Έτσι λοιπόν τα χελιδόνια μαζί με τους φίλους τους μαζεύουν το κουράγιο τους και δίνουν ένα καλό μάθημα στο γεράκι, στο βάτραχο, στο φίδι και στις κίσσες και έτσι ζουν για πάντα ευτυχισμένοι. Λευκοθέα Στ2

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013




ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΑΝΟΙΓΩ ΤΟ ΒΡΑΔΥ - ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

 Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης
 Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Μίκης Θεοδωράκης

 Την πόρτα ανοίγω το βράδυ,
 τη λάμπα κρατώ ψηλά,
 να δούνε της γης οι θλιμμένοι,
να 'ρθούνε, να βρουν συντροφιά.

 Να βρούνε στρωμένο τραπέζι,
 σταμνί για να πιει ο καημός
κι ανάμεσά μας θα στέκει
ο πόνος, του κόσμου αδερφός.

 Να βρούνε γωνιά ν' ακουμπήσουν,
σκαμνί για να κάτσει ο τυφλός
κι εκεί καθώς θα μιλάμε
θα 'ρθει συντροφιά κι ο Χριστός.

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013




Γ. Τσαρούχης- Οι εποχές


Η γρια κι οι μήνες     


Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια γριά πολύ φτωχή. Δεν είχε η 
κακομοίρα κανένα στον κόσμο, μήτε άντρα μήτε συγγενή. 
Καθόταν μονάχη σ’ ένα παλιό καλυβάκι. Χρήματα δεν είχε για ν’ 
αγοράσει ψωμί και φαγί, και ζούσε με χόρτα. 
Κάθε μέρα έπαιρνε το σακούλι της, πήγαινε ως το βουνό και μάζευε
χόρτα. Μάζευε και ξύλα. Τα έφερνε στο καλύβι. έβραζε τα χόρτα και τα 
έτρωγε. Έτσι ζούσε η κακομοίρα εκείνη η γριά... 
Μονάχα μια γειτονοπούλα της, ένα κορίτσι, φρόντιζε για τη 
δυστυχισμένη τη γριά. Όταν έψηναν φρέσκο ψωμί στο σπίτι τους, έφερνε στη 
γριά μια φέτα μεγάλη, ζεστή ζεστή. 
Μια μέρα μαρτιάτικη, η γριά πήγε να μαζέψει χόρτα. Πήρε το σακουλάκι 
της, έφτασε σιγά σιγά στο βουνό, και άρχισε να μαζεύει χόρτα: ραδίκια, 
μολόχες και άλλα τέτοια. 
Να σου όμως και συννεφιάζει, και σε λίγο αρχίζει να βρέχει. Τι να κάμει 
τότε η καημένη η γριά! Να γυρίσει πίσω στο καλύβι της, δεν πρόφταινε. Να 
σταθεί εκεί, θα βρεχόταν. 
Κοιτάζει να βρει κανένα μέρος να τρυπώσει. Πηγαίνει λίγο παραπέρα, 
και βλέπει μακριά μια σπηλιά. Τρέχει με το μισογεμάτο σακουλάκι της στον 
ώμο. Φτάνει και τρυπώνει μέσα στη σπηλιά. 
Αλλά μόλις μπήκε, ξαφνιάστηκε. Στην πιο βαθιά άκρη της σπηλιάς 
βλέπει ένα γέρο ασπρομάλλη και ασπρογέννη. Και γύρω απ’ αυτόν το γέρο, 
δώδεκα μεγάλα και όμορφα παλικάρια. 
Τα παιδιά αυτά κάθονταν από τρία τρία μαζί. είχαν και τα χέρια τους 
περασμένα το ένα στο λαιμό του άλλου. 
Τα πρώτα τρία παιδιά φορούσαν στα κεφάλια τους στεφ άνια, καμωμένα 
από λογής λογής λουλούδια: από τριαντάφυλλα, από βιολέτες, από 
παπαρούνες και άλλα. 
Τα παρακάτω τρία ήταν στεφανωμένα με στάχυα. Τα άλλα τρία.
κρατούσαν με το ένα τους χέρι σταφύλια, κυδώνια και μήλα. 
Μονάχα τα τρία τελευταία παιδιά δε φορούσαν τίποτα στο κεφάλι και 
τίποτα δεν κρατούσαν στα χέρια. Ήταν όμως και αυτά αγκαλιασμένα και 
τυλιγμένα με άσπρες χοντρές γούνες. 
Ήταν ο γερο – Χρόνος με τα δώδεκα παιδιά του, τους δώδεκα μήνες. Μα η 
γριά εκείνη, μήτε τον πατέρα μήτε κανένα από τα παιδιά του γνώρισε. Τους 
χαιρέτησε μονάχα και τους παρακάλεσε να την αφήσουν να καθίσει μέσα στη 
σπηλιά τους, ώσπου να σταματήσει η βροχή. 
-Μείνε, καλή κυρούλα, όσο θέλεις στη σπηλιά μας, είπε ο γέρος, ο 
πατέρας των παιδιών. Αυτός ο τρελο – Μάρτης, βλέπεις, ήταν ανάγκη να μας 
χαλάσει την όμορφη μέρα και να βρέξει. 
Τι λες, γέροντά μου, αντιμίλησε αμέσως η γριά. Ξεχνάς τι λέει ο κόσμος 
για τις βροχές του Μάρτη; 

Αν ρίξει ο Μάρτης δυο νερά
κι ο Απρίλης άλλο ένα,
χαρά σ’ εκείνον το ζευγά,
που έχει φυτεμένα.

Βέβαια το ξεχνάς αυτό, γι’ αυτό κατηγορείς το Μάρτη, τον καλό το μήνα.

- Και πώς να μην κατηγορήσει κανείς το Μάρτη; πετάχτηκε και είπε ένα -
από τα τρία παιδιά, τα στεφανωμένα με λουλούδια. Είναι άλλος μήνας 
χειρότερος απ’ αυτόν; Μια μέρα ζέστη, την άλλη κρύο. Και τι κρύο; 
Χειρότερα και από το χειμώνα. Ύστερα βροχές, λάσπες, αέρας, συνάχια, 
αρρώστιες! Να, τέτοιος είναι ο Μάρτης. Γδέρνει τον κόσμο. Γι αυτό τον 
λένε και Γδάρτη. 
 -Μη λες, παιδί μου, τέτοια λόγια για το Μάρτη. Αυτός είναι από τους 
καλύτερους μήνες του χρόνου. Αυτός μας φέρνει την άνοιξη. Αυτός κάνει 
και μπουμπουκιάζουν τα δέντρα και ανοίγουν τα λουλούδια. Αυτός λέει 
του ήλιου και ζεσταίνει πιο πολύ, και λιώνουν τα χιόνια και μας 
έρχονται πάλι τα πουλιά από τα ξένα μέρη. Και πόσα άλλα καλά δε μας 
φέρνει ο Μάρτης, ο καλός ο μήνας!
Το παλικάρι ευχαριστήθηκε από τα καλά λόγια της γριάς και δε μίλησε 
πια. Γιατί ήταν αυτός ο ίδιος ο Μάρτης. 
- Καλά, ο Μάρτης είναι καλός μήνας, κυρούλα. Για τον Απρίλη όμως τι 
μπορείς να πεις; Είναι από τους χειρότερους μήνες του χρόνου, είπε το 
παλικάρι που καθόταν παραπάνω.
 -Μπα! παιδάκι μου, τι κάθεσαι και λες τέτοια λόγια για τον Απρίλη; 
αποκρίθηκε η γριά. Και είναι άλλος κανένας μήνας τόσο όμορφος σαν 
τον Απρίλη; Ποιος έχει πιο πολλά τριαντάφυλλα και πιο καλές μυρωδιές 
από αυτόν; Ποιος έχει ωραιότερα κελαδήματα από τον Απρίλη; Και τι 
μέρες που μας κάνει! Χαρά Θεού! Μήτε ζέστη μήτε κρύο. Και κοντά στα 
άλλα τα καλά, μας φέρνει και τη Λαμπρή με τα κόκκινα αυγά. Πώς τα 
ξεχνάς όλα αυτά, παιδί μου; Και‚ πώς κατηγορείς τον Απρίλη, τον πιο 
καλό μήνα του χρόνου; 
Ευχαριστήθηκε πολύ από αυτά τα λόγια της γριάς ο Απρίλης και 
σώπασε. 
Έτσι, σαν το Μάρτη και σαν τον Απρίλη, θέλησαν να δοκιμάσουν τη 
γριά, ένας ένας, και όλοι οι άλλοι μήνες. 
Ο καθένας της έλεγε πως είναι κακός ο τάδε μήνας. Τότε άρχιζε η γριά 
να επαινεί αυτόν το μήνα και να βρίσκει χίλια δυο χαρίσματά του. 
Κανένα δεν άφησε απαίνευτο. Ακόμη και για τους χειμωνιάτικους μήνες, 
το Δεκέμβρη, το Γενάρη και το Φλεβάρη, είπε η γριά καλά λόγια. Βρήκε και σ’ 
αυτούς χαρίσματα πολλά. 
Οι μήνες όλοι ευχαριστήθηκαν γι’ αυτό. Αλλά πιο πολύ ευχαριστήθηκε ο 
πατέρας τους, ο γερο – Χρόνος. 
Τότε έκαμε νόημα εκείνος στα παιδιά του. 
Και αμέσως εκείνα σηκώνονται, παίρνουν το σακούλι της γριάς και της 
λένε: 
 Άφησέ μας, καλή κυρούλα, να σου απογεμίσουμε εμείς το σακούλι! Είσαι 
γερόντισσα και κουράστηκες. 
Σε λίγο γύρισαν με γεμάτο το σακούλι και είπαν: 
 Πάρε το σακούλι σου, καλή κυρούλα, και πήγαινε στο καλό. Μα κοίταξε 
καλά, να μην το ανοίξεις στο δρόμο. μονάχα όταν φτάσεις στο σπίτι σου.
Ευχαρίστησε τα παιδιά η γριά. Ευχήθηκε στον πατέρα τους να τα 
χαίρεται, χαιρέτησε και ύστερα ξεκίνησε για το καλύβι. 
Στο δρόμο της φαινόταν το σακούλι πολύ βαρύ. Μόλις μπορούσε να το 
βαστά στον ώμο της. Δεν έλεγε όμως τίποτε. Σιγά σιγά έφτασε στο καλύβι της και άνοιξε το σακουλάκι. Τι να δει! Αντίς για χόρτα, βλέπει φλουριά, κίτρινα, κίτρινα και γυαλιστερά. Θάμπωσαν τα μάτια της γριάς από τη γυαλάδα
εκείνη... 
                                                                                      Παραδοσιακό 


Χελιδονίσματα   



Χελιδόνια έρχεται από τη Μαύρη θάλασσα
θάλασσα κι αν πέρασε, έκατσε κι ελάλησε.
Έμαθε τα γράμματα, γράμματα σπουδάματα
γράμματα Ελληνικά που μαθαίνουν τα παιδιά
τα παιδιά από το δάσκαλο.
«Δάσκαλος μας έστειλε
να μας δώστε πέντε αυγά.
Κι αν δεν δίντε πέντε αυγά
παίρνουμε την κλωσσαριά.
Να γεννά και να κλωσά
και να σέρνει τα πουλιά!!!!

 
Σε πολλές περιοχές της χώρας μας, την πρώτη Μαρτίου ή στις 21 Μαρτίου, ημέρα της εαρινής ισημερίας, τα παιδιά γυρνάνε στα σπίτια κρατώντας ένα αρθρωτό ομοίωμα χελιδονιού, την «χελιδόνα», και τραγουδούν ένα είδος καλάντων, τα χελιδονίσματα. Το έθιμο της χελιδόνας, έχει τις ρίζες του στην αρχαία Ελλάδα, και επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας σε πολλά μέρη της Ελλάδας όπως Ήπειρο, Μακεδονία, Θράκη και Δωδεκάνησα.
Την «χελιδόνα» σε κάποιες περιοχές την στολίζουν με φύλλα κισσού, που είναι χαρακτηριστικό της αειθαλούς βλάστησης, σε άλλες, με ζουμπούλια ή άλλα ανοιξιάτικα λουλούδια, κι αλλού της κρεμούν κουδουνάκια και πολύχρωμα χαρτιά.
Οι «Χελιδονιστές», οι οποίοι ήταν κυρίως παιδιά αλλά και σε κάποιες περιπτώσεις ενήλικες, γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας τραγούδια για τον ερχομό των χελιδονιών. Παλιά, οι νοικοκυρές έδιναν στα παιδιά λάδι, κρασί, αλεύρι, σιτάρι, αυγά και σε λίγες περιπτώσεις χρήματα. 
Κάποια «χελιδονίσματα» χαιρετίζουν το έαρ, την άνοιξη και απαγγέλλουν στίχους, για να διώξουν τον χειμώνα ή τον τελευταίο μήνα του, τον Φλεβάρη.
«Ιδε το έαρ το γλυκύ πάλιν επανατέλλει,
 φέρον υγείαν και χαράν και την ευημερίαν».

 Το δίστιχο αυτό, έχει ηλικία πάνω από 11 αιώνες και ήταν η αρχή από ένα «άσμα ευχετήριον» για τον Βυζαντινό αυτοκράτορα, που το λέγανε τα «μέρη» (οι φατρίες, οι Πράσινοι και οι Βένετοι), στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, πριν αρχίσουν οι ανοιξιάτικοι ιππικοί αγώνες, το λεγόμενο «μακελλαρικόν ιπποδρόμιον» ή «Λουπερκάλιον», από την ομώνυμη ρωμαϊκή γιορτή.
«Ήλθε ήλθε χελιδών,
 καλάς ώρας άγουσα, 
καλούς ενιαυτούς, 
επί γαστέρι λευκά κηπί 
(και επί) νώτα μέλαινα».

 Και η χελιδόνα, με την μαύρη ράχη και την άσπρη κοιλιά, ξεκινώντας από την ειδωλολατρική Ελλάδα και πετώντας ασταμάτητα, από άνοιξη σε άνοιξη, για αιώνες ολόκληρους, πέρασε από το Βυζάντιο, και συνεχίζοντας το ταξίδι της έφτασε μέχρι τις ημέρες μας και κελαηδά ακόμα.

 Χελιδόνιν έρχεται, 
θάλασσαν απέρασε, 
τη φωλιά θεμέλιωσε, 
κάθισε και ελάλησε 
Μάρτη , Μάρτη χιονερέ 
και Φλεβάρη βροχερέ,
 ο Απρίλης ο γλυκύς έφτασε, 
δεν είν' μακρύς.

Ήρθε πάλι η Χελιδόνα,
 ήρθε πάλι η Μελιδόνα 
απ' τη θάλασσα μακριά 
και μας έφερε καλά, 
τη δροσιά και τη χαρά 
και τα κόκκινα αυγά. 

Χελιδόνα έρχεται απ' την Άσπρη Θάλασσα
 θάλασσαν επέρασε και σπυρί κονόμησε 
κάθισε και λάλησε.

 Χελιδόνι μου γοργό,
 που 'ρθες απ' την έρημο,
 τι καλά μας έφερες;
- Την υγειά και τη χαρά και τα κόκκινα τ' αυγά.


Μαρτίτσι



Ο «Μάρτης», είναι ένα παμπάλαιο έθιμο. Πιστεύεται ότι έχει τις ρίζες του στην Αρχαία Ελλάδα, και μάλιστα στα Ελευσίνια Μυστήρια.
Οι μύστες των Ελευσίνιων Μυστηρίων, έδεναν μια κλωστή, την «Κρόκη», στο δεξί τους χέρι και το αριστερό τους πόδι.
Από την 1η ως τις 31 του Μάρτη, τα παιδιά φορούν στο χέρι τους, στον καρπό, ένα βραχιολάκι φτιαγμένο από στριμμένη άσπρη και κόκκινη κλωστή, τον «Μάρτη» ή «Μαρτιά».
Σύμφωνα με την λαϊκή παράδοση, ο «Μάρτης», προστατεύει τα πρόσωπα των παιδιών από τον πρώτο ήλιο της άνοιξης, για να μην καούν.
Τον «Μάρτη» τον φτιάχνουν την τελευταία μέρα του Φλεβάρη, και τον φορούν την πρώτη μέρα του Μάρτη, πριν βγουν από το σπίτι.
Σε μερικές περιοχές τον έβαζαν και στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού «για να μην σκοντάφτουν» ή σαν δαχτυλίδι στο δάχτυλο.
Το βραχιολάκι αυτό το βγάζουν στο τέλος του μήνα, ή το αφήνουν πάνω στις τριανταφυλλιές όταν δουν το πρώτο χελιδόνι, για να τον πάρουν τα πουλιά και να τον χρησιμοποιήσουν για να χτίσουν την φωλιά τους.

Αν το Πάσχα πέσει μέσα στον Μάρτη, τον καίνε στην λαμπάδα της Ανάστασης.
Ο Παυσανίας λέει πως την πρόληψη αυτή την είχαν πάρει από τους Αιγυπτίους.
Όταν τελείωνε ο μήνας έπλεναν την κόκκινη κλωστή (ταινία) στον Ιλισσό και την έκρυβαν για τον άλλο χρόνο. Έτσι η ταινία αυτή πήγαινε από γενιά σε γενιά και όσο πιο παλιά ήταν τόσο πιο γούρικη θεωρείτο.
Αλλά και όλες οι πόλεις, πλην της Σπάρτης, είχαν ανάλογη πρόληψη. Στη Μακεδονία μόνο έχουμε μια παραλλαγή — αντί κόκκινης κλωστής έβαφαν τον καρπό του αριστερού χεριού με πορφύρα.
Το έθιμο - πρόληψη πέρασε και στο Βυζάντιο. Εδώ όμως ο πλούτος άλλαξε την κόκκινη κλωστή με χρυσή. Σαν ερχόταν η ώρα να βγάλουν την κλωστή, καλούσαν τους φίλους σε γλέντι και πριν άπ' αυτό έκαιγαν την κλωστή μέσα σ' ένα πιάτο και από το σχήμα της στάχτης μάντευαν το μέλλον.
Πίστευαν ακόμα οι Βυζαντινοί ότι η άσπρη κλωστή συμβολίζει το πρωινό φως, ενώ η κόκκινη το μεσημεριάτικο καύμα. Έτσι όταν τις φορούσε κανείς απέφευγε τις ακτίνες του ήλιου και δεν μαύριζε — δεν «άρπαζε» - πράγμα που για την εποχή εκείνη δεν ήταν επιθυμητό.
Το έθιμο του Μάρτη γιορτάζεται ίδιο και απαράλλαχτο στα Σκόπια με την ονομασία «Μάρτινκα» και στην Αλβανία ως «Βερόρε». 
Οι κάτοικοι των δυο γειτονικών μας χωρών φορούν βραχιόλια από κόκκινη και άσπρη κλωστή για να μην τους «πιάσει» ο ήλιος, τα οποία και βγάζουν στα τέλη του μήνα ή όταν δουν το πρώτο χελιδόνι. άλλοι πάλι, δένουν τον «Μάρτη» σε κάποιο καρποφόρο δέντρο, ώστε να του χαρίσουν ανθοφορία, ενώ μερικοί τον τοποθετούν κάτω από μια πέτρα κι αν την επόμενη ημέρα βρουν δίπλα της ένα σκουλήκι, σημαίνει ότι η υπόλοιπη χρονιά θα είναι πολύ καλή. 
Τηρώντας παραδόσεις και έθιμα αιώνων, οι Βούλγαροι, την πρώτη ημέρα του Μάρτη, φορούν στο πέτο τους στολίδια φτιαγμένα από άσπρες και κόκκινες κλωστές που αποκαλούνται «Μαρτενίτσα». 
Σε ορισμένες περιοχές της Βουλγαρίας, οι κάτοικοι τοποθετούν έξω από τα σπίτια τους ένα κομμάτι κόκκινου υφάσματος για να μην τους «κάψει η γιαγιά Μάρτα» (Μπάμπα Μάρτα, στα βουλγαρικά), που είναι η θηλυκή προσωποποίηση του μήνα Μάρτη. 
Η «Μαρτενίτσα» λειτουργεί στη συνείδηση του βουλγαρικού λαού ως φυλαχτό, το οποίο μάλιστα είθισται να προσφέρεται ως δώρο μεταξύ των μελών της οικογένειας, συνοδευόμενο από ευχές για υγεία και ευημερία. 
 

















  


Σύμφωνα με την μυθολογία, ο Θεός - Ήλιος μεταμορφώθηκε σε νεαρό άνδρα και κατέβηκε στη Γη για να πάρει μέρος σε μια γιορτή. Τον απήγαγε, όμως, ένας δράκος, με αποτέλεσμα να χαθεί και να βυθιστεί ο κόσμος στο σκοτάδι. Μια ημέρα ένας νεαρός, μαζί με τους συντρόφους του σκότωσε τον δράκο και απελευθέρωσε τον Ήλιο, φέροντας την άνοιξη. Ο νεαρός έχασε τη ζωή του και το αίμα του -λέει ο μύθος- έβαψε κόκκινο το χιόνι. Από τότε, συνηθίζεται την 1η του Μάρτη όλοι οι νεαροί να πλέκουν το «Μαρτισόρ», με κόκκινη κλωστή που συμβολίζει το αίμα του νεαρού άνδρα και την αγάπη προς τη θυσία και άσπρη που συμβολίζει την αγνότητα.