Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2013



Τα τραγουδισμένα Γιάννενα


Το γεγονός της απελευθέρωσης της πόλης στις 21 Φεβρουαρίου 1913 ήταν κάτι το ξεχωριστό, το συγκλονιστικό γιατί τα Γιάννενα δεν ήταν μια οποιαδήποτε πόλη. Ήταν, σύμφωνα με χαρακτηρισμούς, η «Αθήνα της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας» εξαιτίας της πνευματικής και οικονομικής άνθισης που γνώρισε η πόλη σε διάφορες περιόδους της ιστορικής της εξέλιξης.
Γι’ αυτό και η δημοτική μούσα όταν το 1881 ορίστηκαν τα σύνορα του ελληνικού κράτους στην Άρτα, με πόνο τραγουδάει:
«Σ’ όλον τον κόσμο ξαστεριά, σ’ όλον τον κόσμο νήλιος,
Στα έρημα στα Γιάννενα νόλο καπνός κι αντάρα,
Αντάρα ειν’ τα κλαήματα και καταχνιά είν’ τα δάκρυγια,
Ανάθεμά σας, μπρε Φραγκιά, και σεις και τα πρωτάτα,
Που βάλεταν το σύνορο στης Άρτας το γιοφύρι
Κι αφήκατεν τα Γιάννενα και πήραταν την Άρτα».

Οι Βαλκανικοί πόλεμοι του 1912-13 δεν αφήνουν ασυγκίνητη τη δημοτική μούσα, που έχει στραμμένη την προσοχή της στα Γιάννινα και στο τραγούδι «του πολέμου του 1912» παίρνει στίχους από δημοτικά τραγούδια του 1821 και τραγουδεί:
«Ισείς βουνά του Γκρίμποβου, βουνά της Μανωλιάσσας,
λίγου να χαμηλώσετε κάνα ντουφέκι τόπου,
για να φανούν τα Γιάννινα, το έρημου Μπιζάνι,
πώς πολεμούν οι Έλληνες με τους Τουρκαρβανίτες
πέφτουν κανόνια σαν βροχή, ουβίδες σαν χαλάζι
κι αυτά τα λιανοντούφεκα σαν άμμους της θαλάσσης».

Στις μάχες στο Μπιζάνι και στη γύρω περιοχή πολέμησαν Έλληνες από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Στις ιδιαίτερες πατρίδες τους συναντούμε συγκινητικά τραγούδια γραμμένα σε δημοτικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο.
Έτσι, από τη Σπερχειάδα Φθιώτιδος έχουμε το ακόλουθο τραγούδι:

«Ένα πουλάκι ν’ έβγαινε πομέσ’ απ’ το Μπιζάνι,
είχε θολά τα μάτια του και μαύρα τα φτερά του,
κι η Ρούμελη το ρώτησε κι η Ρούμελη του λέγει:
-Για πες μας, πες μας βρε πουλί, κανά καλό χαμπέρι.
-Τι να σου πω, βρε Ρούμελη, τι να σου μολογήσω;
Τα ευζωνάκια πολεμούν στο ξακουστό Μπιζάνι
Πέντε μερούλες νηστικά και δέκα διψασμένα,
Μέσα στους πάγους πολεμούν κι είναι κρουσταλιασμένα.
Πέφτουν λεβέντες μας νεκροί, λεβέντες πληγωμένοι
Κι ο Σαπουντζάκης έλεγε κι ο Σαπουντζάκης λέγει:
-Παιδιά μου, μη δειλιάσετε το τούρκικο το βόλι,
να πάρουμε τα Γιάννινα κι ας σκοτωθούμε όλοι.

Δημοσιευμένα στον τέταρτο τόμο του περιοδικού «Λαογραφία» το 1914 σχετικά είναι και τα παρακάτω τραγούδια γραμμένα ως παραλλαγές παλαιότερων δημοτικών τραγουδιών.
Το μοιρολόι της Κυνουρίας αναφέρεται στους Μπιζανομάχους ως εξής:
«Των ξακουσμένων τ’ άρματα δεν πρέπει να βαστιούνται,
μον’ πρέπει να πετάγονται κάτω στο σταυροδρόμι
κι όσοι διαβάτες κι αν περνούν όλοι να τα ρωτάνε:
-Άρματα, τίνος είσαστε και πού ειν’ τ’ αφεντικά σας;
-         Ο αφέντης μας σκοτώθηκε για τη γλυκειά πατρίδα,
Σκοτώθηκε στα Γιάννινα, στο σκοτεινό Μπιζάνι,
Που έγινε μάχη δυνατή την οργισμένη μέρα.

Σχετικό με τους ευζώνους είναι και το τραγούδι «Φεσάκι βαβαρέζικο».
«Φεσάκι βαβαρέζικο με τη γαλάζια φούντα
που ήσουν, που πολέμαγες, πού ’σαι κουρνιαχτισμένο;
-Στα Γιάννινα πολέμαγα, μεσ’ τους παλιοτουρκάδες
…Κι απ’ το μεγάλο πόλεμο και τη μεγάλη μάχη,
Εσφάλαρε το χέρι μου και μου ’πεσε η φούντα
Για κείνο κουρνιαχτίστηκα κι είμαι κουρνιαχτισμένο.

Δεν είναι μόνο η δημοτική ποίηση που τραγουδάει τα γεγονότα της απελευθέρωσης, το Μπιζάνι και τα Γιάννενα.
Πάρα πολλοί μεγάλοι πνευματικοί άνθρωποι της εποχής, λόγιοι και ποιητές γράφουν ποιήματα για τα «κοσμοξακουσμένα Γιάννινα» και μερικά απ’ αυτά γίνονται τραγούδια.
Πρώτος και καλύτερος ο Γιαννιώτης αγωνιστής-λογοτέχνης και βουλευτής Ιωαννίνων αργότερα ο Χρήστος Χριστοβασίλης στο ποίημά του «Τα ελευθερωμένα Γιάννινα που δημοσιεύτηκε στην Ακρόπολη γράφει:
-Ο Πίνδος σέρνει το χορό με το ζερβί του χέρι
  κι οπίσωθέ του ακολουθούν όλα τα κλεφτοβούνια…
-Βουνά μου, γιατί χαίρεστε, κι έχετε πανηγύρι;
  Μην ήρθε πρώιμη Άνοιξη, πρώιμα το καλοκαίρι;
  Κι ο Πίνδος ο περήφανος αντιλογιές του δίνει
-Δεν ήρθε πρώιμη η Άνοιξη, κι ουδέ το καλοκαίρι,
  Χαιρόμαστε, χορεύουμε και ψιλοτραγουδούμε
  Γιατί λευτερωθήκανε, Αητέ, τα Γιάννινά μας

Αλλά και ο μεγάλος βάρδος της ελληνικής ποίησης, ο δημιουργός της νέας Αθηναϊκής σχολής, ο πνευματικός ταγός και πρόεδρος αργότερα της Ακαδημίας Αθηνών, ο άνθρωπος που πάνω του ακουμπούσε ολάκερη η Ελλάδα, ο Κωστής Παλαμάς, γράφει το ποίημα «Στη χώρα που αρματώθηκε» και αναφέρει:

Στην Ήπειρο δαρμός. Μα ξαστερώνει
Λαμπρή γιορτάζει κι η έρμη Βαλαώρα,
του χρόνου ήρθε το πλήρωμα, η κατάρα λύθηκε.

η τουρκομάχα νικηφόρα


Ζει το Σούλι σου, σείστηκε η Χιμάρα

της Πρέβεζας ο κόρφος λαχταρίζει
καράβια ελληνικά περνάν, αντάρα,

Σημαία γλαυκή στο Μέτσοβο ανεμίζει.
Από ακάθαρτο χνώτο μολεμένα
του μαύρου Αλή πασά το μετερίζι,

Τα Γιάννενα, τα κοσμοξακουσμένα,
κορώνα τους φορούν το Μιτσικέλι
λάμπουν κι αυτά και η λίμνη τους παρθένα.

Όμως ολάκερη η  ελληνική πατρίδα προσεύχεται θερμά για τα Γιάννινα, με τους στίχους ενός άλλου μεγάλου ποιητή του Άγγελου Σικελιανού.
«-Τα Γιάννενα! Τα Γιάννενα! Γονατιστή η Ελλάδα
    μες στις θυσίας της τους καπνούς, γυρμένη πέρα ως πέρα
    μέσα σε χιόνια αμυγδαλιές κι ήλιο λαμπρό του Απρίλη,
    το Πάσχα σου, το Πάσχα σου, γυρεύει νύχτα-μέρα
    να σμίξουνε σ’ Ανάσταση τα πικραμένα χείλη.»

Χαρακτηριστικό της περιγραφής των γεγονότων και των θυσιών για να πέσει το Μπιζάνι είναι και το ποίημα του Ιωάννη Πολέμη «Μπιζάνι» που καλεί τη λευκοφόρα Νίκη να αγκαλιάσει άφοβα το θάνατο και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΕΣΤΙΑ στις 17 Ιανουαρίου 1913.

«Αγκάλιασέ τον άφοβα, ω λευκοφόρα Νίκη
κλείσέ τον στις φτερούγες σου! Αν είναι ο μισητός
που σπέρνει την απελπισιά και που σκορπάει τη φρίκη,
μα η δόξα σου είναι αυτός.

Κι αν στα σφιχταγκαλιάσματα τα κόκκινα τα χέρια
Ματώνουν της χλαμύδας σου το κάτασπρο πανί,
μη την ξεπλένεις, άφες την να κοκκινίσει ακέρια
Πορφύρα να γενεί.»

Στους ηρωικούς κρητικούς που έπεσαν στο Μπιζάνι αναφέρεται και το ποίημα του Ιωάννη Μ. Βουγιουκλάκη «Μη κλαίτε» που βρίσκουμε στην ποιητική πολεμική Αθολογία του 1912-13 του Αχιλλέα Καραβία.

Κρήτη στα μαύρα να ντυθής, μεγάλη μου πατρίδα
Έτσι το γράφει η τύχη μας, στην Ήπειρο το είδα
Το τιμημένο αίμα σου κακό θεριό βυζάνει
Στ’ απόρθητο, το τρομερό, το ξακουστό Μπιζάνι
Θα γράψω γράμματα χρυσά στα ματωμένα βράχη
«Εδώ χορέψαν Κρητικοί την πιο μεγάλη μάχη»
θα ρίξω δάφνες και σμυρτιές από τον Ψηλορείτη
εκεί π’ αγκαλιαστήκανε η Ήπειρος και η Κρήτη.

Η άλωση του Μπιζανίου θεωρήθηκε γεγονός μεγάλης στρατιωτικής σημασίας, γιατί ήταν πολύ οχυρωμένο και στα χείλη του θυμόσοφου λαού κυκλοφόρησε το τετράστιχο:

Ποιος το πήρε το Μπιζάνι,
εύζωνας με το φουστάνι
Βενιζέλος με το πέννα
Κωνσταντίνος με το πάλλα.

Στο Μπιζάνι και στο γιο του Ρήγα, διάδοχο Κων/νο είναι αφιερωμένο και το ποίημα του Άγγελου Σημηριώτη.

«Μπροστά στο κάστρο το τρανό, που φράζει του το δρόμο
και σπέρνει μπρος το χαλασμό και γύρω του τον τρόμο,
ο γιος του Ρήγα πολεμά να το ξεθεμελιώσει,
να μπει στα μαύρα Γιάννενα, πνοή ζωής να δώσει
στης λίμνης την κοιμούμενη κυρά τη μαγεμένη.
Μα είναι το κάστρο Δράκοντας κι οι τοίχοι στοιχειωμένοι
….

Πάει η ψυχή του Αλή Πασά, του Αλή το μίσος πάει.
Και να, στης λίμνης το βυθό η ώρια κυρά ξυπνάει.
Του Ρήγα γιε, της Μοίρας γιε, χρυσέ σαν καλωσύνη,
δικά σου είναι τα Γιάννενα με την κυρά Φροσύνη.

Αρκετά ποιήματα έχουν γραφτεί από σύγχρονους της εποχής εκείνης, αλλά και μεταγενέστερους για το Μπιζάνι, τα Πεστά, τη Μανωλιάσσα, «για τα θρυλικά Γιάννινα» τα λιμνοχαϊδευμένα και μερικά εξ’ αυτών έχουν μελοποιηθεί όπως τα γνωστά: «Μου γράφεις μάνα μια γραφή» (Το γράμμα του πολεμιστή του Γεωργίου Βουγιουκλάκη) και «Τα πήραμε τα Γιάννενα» του Γεωργίου Σουρή, που δημοσιεύτηκε στο Ρωμιό.
Θα κλείσουμε την αναφορά μας με τους συγκινητικούς στίχους που έγραψε στα Μπουντρούμια της φυλακής το βράδυ της 20ής Φεβρουαρίου 1913, ο εκδότης της εφημερίδας ΗΠΕΙΡΟΣ, Γεώργιος Χατζή-Πελλερέν, ακούγοντας το κανονίδι από την τελευταία επίθεση του ελληνικού στρατού στο Μπιζάνι, στίχοι που μαρτυρούν τους μύχιους πόθους του σκλαβωμένου γιαννιώτικου λαού και το μεγαλείο μιας άλλης εποχής.

«Τέτοιο γλυκό τραγούδημα από καμμιά φλογέρα
ποτές έτσι δεν γλύκανε ανθρώπων την καρδιά,
όπως απόψε η τρομερή, που σχίζει τον αέρα
ολόγυρα στα Γιάννενα η αγριοκανονιά!

Ποτές κανένα φέξιμο γλυκό μεσ’ στο σκοτάδι
Της φυλακής δεν έριξε στο σκλάβο έτσι λαό
Όπως ετούτη η τρομερή φωτιά, που απόψε βράδυ
φλογεί όλα τα Γιάννενα με φώτο φοβερό!

Γλυκό κανόνι να ’ξερες πόσο γλυκειά η λαλιά σου!
-Κάψε! Μια σύγκαρδη φωνή όλη η πόλη υψώνει.
-Κι αν είν’ αντάμα κι ουρανός και χώμα να σμιχτούν!
Τζαμί μαζί κι η εκκλησιά ας γκρεμιστούν κανόνι,
Τα Γιάννενά μας ’λεύθερα μονάχα απόψε ας βγούν! 

Βασίλης Ζήνδρος - Κώστας Ντούγιας


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου